σορουτίζω
(ρ.)
σορουτίζω
[soruˈtizo]
Μαλακ.
σορούτανα
[soˈrutana]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. sorutmak = α) μουτρώνω β) στέκομαι και περιμένω.
Στέκομαι όρθιος και αμίλητος
ό.π.τ.
:
'φον φόρ’ζαν παρασ̑τηκάμενος παίρισ̑κεν το qαμbρό με το σ̑ύντεκνο και μαναχά τ’νε παίνισ̑καν νεκκλησ̑ά και νορταλίγα τ΄ σορούταναν
(Όταν ντυνόταν ο βοηθός του γαμπρού έπαιρνε τον γαμπρό με τον κουμπάρο και μοναχοί τους πήγαιναν στην εκκλησία και στην μέση της περίμεναν αμίλητοι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361