ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σορουτίζω (ρ.) σορουτίζω [soruˈtizo] Μαλακ. σορούτανα [soˈrutana] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. sorutmak = α) μουτρώνω β) στέκομαι και περιμένω.
Στέκομαι όρθιος και αμίλητος ό.π.τ. : 'φον φόρ’ζαν παρασ̑τηκάμενος παίρισ̑κεν το qαμbρό με το σ̑ύντεκνο και μαναχά τ’νε παίνισ̑καν νεκκλησ̑ά και νορταλίγα τ΄ σορούταναν (Όταν ντυνόταν ο βοηθός του γαμπρού έπαιρνε τον γαμπρό με τον κουμπάρο και μοναχοί τους πήγαιναν στην εκκλησία και στην μέση της περίμεναν αμίλητοι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361