σοτίπως
(σύνδ.)
σοτίπως
[so'tipos]
Φάρασ., Φκόσ.
σοντίπως
[so'dipos]
Φάρασ.
Από την φρ. ας το τι (= από το τι, γιατί, βλ. από 6) και τον συνδ. πως.
1. Ερωτηματ. σύνδεσμος, γιατί, για ποιο λόγο;
Φάρασ.
:
Ο φσόντυός σου σοτίπως έν' πασ̑ύ;
(ο σβέρκος σου γιατί είναι είναι χοντρός;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Καός μου ετός, σοτίπως ήρτ͑ες;
(Καλέ μου φίλε, γιατί ήρθες;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ρώτ'σα τα σοτίπως μη κλιναίνη
(Τον ρώτησα γιατί να μη γέρνει)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σοτίπως μες κόμbωσες;
(Γιατί μας γέλασες;)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Σοτίπως σένα μπάζουν σε σο χαπισλιέχι;
(Γιατί σε βάζουν στην φυλακή;)
Φάρασ.
-Dawk.
Σοτίπως τα παίρ' το ράμμα;
(Γιατί παίρνεις το σχοινί;)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αματί, γιάντα, γιατί, νάτσι
2. Αιτιολογικός σύνδεσμος, γιατί, επειδή
:
Οι Τούρτσ̑οι σκοτεινά γατιέσαν μις σοτίπως τα φσ̑όκκα μας πηάγανι σων Τουρτσ̑ίων dα μνημόρε
(Οι Τούρκοι μας κουνηγούσαν μέσα στο σκοτάδι, γιατί τα αγόρια μας πήγανε στο τούρκικο νεκροταφείο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β