σορομήλικος
(επίθ.)
σ̑ορομήλικος
[ʃoroˈmilikos]
Σινασσ.
σορομήλ’
[soroˈmil]
Σινασσ.
Από παραφθορά του μεταγν. επιθ. συνομήλικας < μεταγν. συνομῆλιξ, πιθ. με επίδρ. του ουσ. σειρά.
Συνομήλικος
:
Είμαι με το καινούργιο το καμπαναριό του Αγι- Κωσταντίν' σορομήλικα, όταν χτίστην το καμπαναριό γεννήθα εγώ
(Είμαι συνομήλικη με το καινούργιο καμπαναριό του Αγ. Κωνσταντίνου, όταν χτίστηκε το καμπαναριό γεννήθηκα εγώ)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025