ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουβατίζω (ρ.) σουβατίζω [suvaˈtizu] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. σουβαδίζω [suvaˈðizo] Φερτάκ. σογαΐζου [soɣa'izu] Μισθ. Παρατατ. σουβάτανα [suˈvatana] Σινασσ. Από το νεότ. ρ. σοβαντίζω, το οπ. από το τουρκ. ρ. sıvamak, όπου και διαλεκτ. τύπ. sığamak = καλύπτω τοίχο με σοβά (Tietze 2019: λ. sığa- l).
1. Σοβατίζω, επιχρίω με σοβά Μισθ. : Σογαΐζου ντου σπίτι μ' (σοβαντίζω το σπίτι μου ) Μισθ. -Κοτσαν. Εμείς οι ναίκες ετοιμαζόμαστε, σουβατίζαμε, τοσατίναμε το καμάρι μας (Εμείς οι γυναίκες ετοιμαζόμαστε, σοβατίζαμε, στρώναμε την κάμαρά μας) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μι τσ̑αμούρ' σουγάιζάν ντα (Με λάσπη τα σοβάτιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ογώ πάνdως ορτώνου δου ντου σπίτ' τώρα, σογαΐζου δου (Εγώ πάντως το επισκευάζω το σπίτι τώρα, το σοβαντίζω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σ̑άνιξαμ' ντου καμπαναριό τσ̑όϊ, όρτουναμ' ντου, σογάτσιν ντου Γιώργης (Φτιάχναμε το καμπαναριό τότε, το επισκευάζαμε, το σοβάτισε ο Γιώργης) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. χρίνω :1
2. Κλείνω το στόμιο δοχείου με ζυμάρι Σινασσ.
3. Επαλείφω κρέας κατά το μαγείρεμα Ποτάμ.