ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουζγκούτ (ουσ. ουδ.) σουζγκούτ [suzˈgut] Ανακ. σουζγκού [suzˈgu] Μισθ. σουζγού [suzˈɣu] Τσαρικ. σι̂ζγι̂́τα [sɯzˈɣɯta] Τσουχούρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sızgıt = καβουρμάς (Tietze 2019: λ. sızgıt) όχι süzgüt, όπως προτείνει ο Κωστάκης (1963: 87).
Παστό κρέας ό.π.τ. : Σ̑άνιξαμ' γιρισκίλια πρώτα, τσι μπαστουρμάια, τσι σουζγκού (Φτιάχναμε λουκάνικα παλιά, και παστουρμάδες, και παστό κρέας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Tανιμαζούχα 'υρεύει να φα σι̂ζγι̂́τα (Πρωί πρωί θέλει να φάει παστό κρέας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.