σουγλίζω
(ρ.)
σουγλίζω
[su'ɣlizo]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. σουβλίζω. Ο τύπ. σουγλίζω επίσης μεσν.
Σουβλίζω
Γούρδ.