σουζντώ
(ρ.)
σιζντώ
[sizʹdo]
Φλογ.
σουσντιέω
[suzdiˈeo]
Φάρασ.
σουζτιέου
[suztiˈeu]
Φάρασ.
σουζτιέζω
[suztiˈezo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. το süzdü του τουρκ. ρ. το süzmek = στραγγίζω, σουρώνω
2. Αμτβ., στραγγίζω
Φάρασ.
:
Το λόρος με το τορμπά θέκνισ̑κάμ' το σο στάχτ' απάνω, σίζτανεν καλά, ύστερα τρίβισ̑κάν το σ' ένα σ̑ινί μέσα
(Το άπαχο τυρί μέσα με το ασκί το βάζαμε πάνω στην στάχτη, στράγγιζε καλά, ύστερα το έτριβαν μέσα σε ένα ταψί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
στραγγίζω :1