σουλατίζω
(ρ.)
σουλατίζω
[sulaˈtizo ]
Μαλακ.
Αόρ.
σουλάτ’σα
[suˈlatsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sulamak = ποτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Καταβρέχω