σουζτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
σουζντιέσιμα
[suzdiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. σουζτιέζω, όπου και τύπ. σουζντιέω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Στράγγισμα