σουζμέ
(ουσ. ουδ.)
σουζμέ
[suˈzme]
Αραβ., Σινασσ.
Αρσ.
σουζμές
[suˈzmes]
Φάρασ.
σουζμα̈́ς
[suˈzmæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. süzme = α) στραγγιστός β) (διαλεκτ. σημ.) στραγγιστό γιαούρτι (THADS, λ. süzme I).
Στραγγιστό γιαούρτι
ό.π.τ.