σουγγάρι
(ουσ. ουδ.)
σoυνgάρι
[suŋˈgari]
Ανακ., Σίλ., Τζαλ., Φάρασ.
σoυνgάρ'
[suŋˈgar]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
σϋνgιάρ'
[synˈɟar]
Φερτάκ.
σουνgιέρ'
[sunˈɟer]
Αξ., Αραβαν.
σoνgάρι
[soŋˈgari]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. σφουγγάρι(ο)ν από το *σφογγάριον, υποκορ. του αρχ. σφόγγος (πβ. το μεταγν. σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. σπόγγος). Ίσως το σονgάρι να ανάγεται κατευθείαν σε αυτό το αμάρτ. σφογγάριον. Σε όλους τους μικρασιατικούς τύπους έλαβε χώρα απλοποίηση του αρκτ. συμφωνικού συμπλ. Δεν αποκλείεται, όμως, οι τύποι (και) να έχουν επηρεαστεί από το τουρκ. sünger, δάν. από το σφουγγάρι(ο)ν.
Σφουγγάρι
Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Έχει σουγγάρ’, παίρ’ νερό και βρέσ̑’
(Έχει σφουγγάρι, ενν. το σύννεφο, παίρνει νερό (από τη θάλασσα) και βρέχει)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
β.
Το σφουγγάρι του σχολείου
Αξ.