σουβαλώ
(ρ.)
σουβαλώ
[suva'lo]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. sıvalamak= σοβαντίζω.
Σοβαντίζω
:
Το σπίτ' μας ομbρό με το κιρές̑ σουβαλούνε
(το σπίτι μας μπροστά σοβαντίζουν με ασβέστη)
Φλογ.
-Dawk.