σουγγαρίζω
(ρ.)
σoυνgαρίζω
[suŋgaˈrizo]
Μαλακ.
Από το ουσ. σουγγάρι, όπου και τύπ. σoυνgάρ’ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σφουγγαρίζω