σουγιούτι
(ουσ. ουδ.)
σουγιούτι
[suˈʝuti]
Σίλ.
σουγούτ'
[suˈɣut]
Τροχ.
σογούτ'
[soˈɣut]
Μισθ.
σο̈ΰτ'
[søˈyt]
Μισθ.
Γεν.
σο̈ϋτιού
[søyˈtçu]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. söğüt = ιτιά.
Ιτιά
ό.π.τ.
:
Έβγκη ένα σο̈ϋτιού κεφάλ’, και εκού κοιμήγε
(ανέβηκε στην κορυφή μιας ιτιάς και εκεί κοιμήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Θα ν' είμαστε κατ' απ' το μεγάλο σουγιούτι, κει νά 'ρθεις, σε μπεκλετίζουμε
(Θα είμαστε κάτω από την μεγάλη ιτιά, εκεί να έρθεις, σε περιμένουμε)
Σίλ.
-Συλλ.