ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουγιούτι (ουσ. ουδ.) σουγιούτι [suˈʝuti] Σίλ. σουγούτ' [suˈɣut] Τροχ. σογούτ' [soˈɣut] Μισθ. σο̈ΰτ' [søˈyt] Μισθ. Γεν. σο̈ϋτιού [søyˈtçu] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. söğüt = ιτιά.
Ιτιά ό.π.τ. : Έβγκη ένα σο̈ϋτιού κεφάλ’, και εκού κοιμήγε (ανέβηκε στην κορυφή μιας ιτιάς και εκεί κοιμήθηκε) Ουλαγ. -Dawk. Θα ν' είμαστε κατ' απ' το μεγάλο σουγιούτι, κει νά 'ρθεις, σε μπεκλετίζουμε (Θα είμαστε κάτω από την μεγάλη ιτιά, εκεί να έρθεις, σε περιμένουμε) Σίλ. -Συλλ.