σου (I)
(αντων.)
σου
[su]
Καππ.
Κτητ. αντων. σου = δικό σου.
Σου
Καππ.
:
Την γκόρ τ σου
(την κόρη σου)
Καππ.
-Dawk.
Το σ̑έρ τ σου
(το χέρι σου)
Καππ.
-Dawk.