σουγγίζω
(ρ.)
σουνgίζω
[suˈŋɟizo]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
σονgίζου
[soˈŋɟizu]
Σίλ.
σουνgίζου
[suˈŋɟizu]
Μισθ., Σίλ.
σουνgώ
[suŋˈgo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
Παρατατ.
σούνgισκα
[suˈŋɟiska]
Σίλατ.
Αόρ.
σούνgιξα
[ˈsuŋɟiksa]
Μισθ.
σούνξα
[ˈsuŋksa]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
Υποτ.
σουνgίσου
[suŋɟiˈsu]
Σίλ.
Προστ.
σούνgα
[ˈsuŋga]
Τελμ.
Παθ.
σουνgιέμαι
[suˈŋɟeme]
Αξ.
Αόρ.
σουνgίστα
[suˈŋɟista]
Μισθ.
Υποτ.
σουνgιστώ
[suŋɟiˈsto]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. σφογγίζω (στην σημ. 1) (με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. και στην περίπτωση του [u] [o>u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g]) από το αρχ. ουσ. σφόγγος (θ. σφογγ-) με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -ίζω.
1. Σφουγγίζω, σκουπίζω κάτι υγρό
ό.π.τ.
:
Σουνgώ ντα γίτρουγια μ'
(Σφουγγίζω τον ιδρώτα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σούνξε τα δάκρυα τ' μι το ντιζλίκα τ'
(Σκούπισε τα δάκρυά της με την ποδιά της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέρ΄ ντου πεσκίρ' να σουνgιστώ
(Φέρε την πετσέτα να σκουπιστώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σε σουνgίσου μιά νταbάνι μου
(Θα σφουγγαρίσω το πάτωμά μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Πήρι Χριστού ντου γιαλούχ', σούνgισ' Χριστού όιματα
(Πήρε του Χριστού τον δρόμο, σκούπισε του Χριστού τα αίματα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Καθαρίζω, ξεσκονίζω
Αραβαν.
:
Να βγάλεις μεταξ̑ού το μανdήλ’ να τα σουγγίεις
(Να βγάλεις το μεταξωτό σου μαντήλι να τα σφουγγίσεις, ενν. τα σκονισμένα μαχαίρια
)
Αραβαν.
-Φωστ.