ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουγγίζω (ρ.) σουνgίζω [suˈŋɟizo] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. σονgίζου [soˈŋɟizu] Σίλ. σουνgίζου [suˈŋɟizu] Μισθ., Σίλ. σουνgώ [suŋˈgo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. Παρατατ. σούνgισκα [suˈŋɟiska] Σίλατ. Αόρ. σούνgιξα [ˈsuŋɟiksa] Μισθ. σούνξα [ˈsuŋksa] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. Υποτ. σουνgίσου [suŋɟiˈsu] Σίλ. Προστ. σούνgα [ˈsuŋga] Τελμ. Παθ. σουνgιέμαι [suˈŋɟeme] Αξ. Αόρ. σουνgίστα [suˈŋɟista] Μισθ. Υποτ. σουνgιστώ [suŋɟiˈsto] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. σφογγίζω (στην σημ. 1) (με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. και στην περίπτωση του [u] [o>u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g]) από το αρχ. ουσ. σφόγγος (θ. σφογγ-) με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -ίζω.
1. Σφουγγίζω, σκουπίζω κάτι υγρό ό.π.τ. : Σουνgώ ντα γίτρουγια μ' (Σφουγγίζω τον ιδρώτα μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σούνξε τα δάκρυα τ' μι το ντιζλίκα τ' (Σκούπισε τα δάκρυά της με την ποδιά της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ΄ ντου πεσκίρ' να σουνgιστώ (Φέρε την πετσέτα να σκουπιστώ) Μισθ. -Κοτσαν. Σε σουνgίσου μιά νταbάνι μου (Θα σφουγγαρίσω το πάτωμά μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Πήρι Χριστού ντου γιαλούχ', σούνgισ' Χριστού όιματα (Πήρε του Χριστού τον δρόμο, σκούπισε του Χριστού τα αίματα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Καθαρίζω, ξεσκονίζω Αραβαν. : Να βγάλεις μεταξ̑ού το μανdήλ’ να τα σουγγίεις (Να βγάλεις το μεταξωτό σου μαντήλι να τα σφουγγίσεις, ενν. τα σκονισμένα μαχαίρια ) Αραβαν. -Φωστ.
2. Σβήνω Αξ. Συνών. αναπαύω, σβήνω