σβήνω
(ρ.)
σβήνω
[ˈzvino]
Αξ.
σβήνου
[ˈzvino]
Μισθ.
σβήν-νου
[ˈzvinnu]
Σίλ.
βζήνω
[ˈvzino]
Σεμέντρ., Φάρασ.
βζήνου
[ˈvzinu]
Μισθ.
'βήνω
[ˈvino]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ.
'βούνω
[ˈvuno]
Τελμ.
ζήνω
[ˈzino]
Αφσάρ., Φάρασ.
βρήνου
[ˈvrinu]
Σίλ.
Παρατατ.
βζήκα
[ˈvzika]
Φάρασ.
Αόρ.
έσβησα
[ˈezvisa]
Αξ.
έβζησα
[ˈevzisa]
Μισθ., Φάρασ.
έβησα
[ˈevisa]
Αξ., Ουλαγ., Τελμ.
Προστ.
σβήσι
[ˈzvisi]
Μισθ.
ζήσε
[ˈzise]
Φάρασ.
Παθ.
σβήνουμαι
[ˈzvinume]
Αξ.
βζήνουμαι
[ˈvzvinume]
Φάρασ.
σβενιέμαι
[zveˈɲeme]
Τροχ.
Μτχ.
σβησμένου
[zviˈzmenu]
Μισθ.
βζησμένος
[vziˈzmenos]
Φάρασ.
βζησμένου
[vziˈzmenu]
Μισθ.
'βημένο
[viˈmeno]
Αραβαν.
'βηνημένο
[viˈnimeno]
Ουλαγ.
βρησμένος
[vriˈzmenos]
Σίλ.
βρησμένη
[vriˈzmeni]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. σβήνω από το αρχ. σβέννυμι με μεταπλασμό με βάση το αόρ. ἔσβην, γ' πληθ. ἔσβησαν. Το βζήνω με αντιμετάθ. [vz - zv]. Το βήνω με αποβολή του αρκτ. /z/ από συμπροφ. με λέξεις που έληγαν σε -ς και μετατόπιση των ορίων των μορφημάτων.
1. Kάνω κάτι να πάψει να καίει ή να φωτίζει
:
Κανδηλάφτσης άφτσει και 'βην' 'κλουσιάς τα κανδήλια και τα κεριά
(Ο καντηλανάφτης ανάβει και σβήνει τις καντήλες και τα κεριά της εκκλησίας)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ξέβεν το λερό· έσβησεν νισ̑τιά
(Βγήκε το νερό· έσβησε την φωτιά)
Αξ.
-Dawk.
Έβησέν ντο
(Το έσβησε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντου τσιριάτς’ σβήσι δου να τσοιμιχούμ'
(Το λυχνάρι σβησ' το να κοιμηθούμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα γ̑μέρα σβέται τ' νισ̑τιά τ'νε
(Μια μέρα σβήνει η φωτιά τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντο τσιρέκ' βηνημένο έν'
(Η λάμπα είναι σβησμένη)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ρέ σε τση βρίσου τση νισ̑ά, σέλου τζη
(Δεν θα τη σβήσω την φωτιά, την θέλω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Εν' ανdί βζησμένον τζ̑ιλίδι· τσ̑ας τα πιεν', γκάφτεσαι
(Είναι σαν σβησμένο κάρβουνο· μόλις το πιάσεις, καίγεσαι˙ Για ύπουλο άνθρωπο, που μόλις τον προσεγγίσεις, σου κάνει κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αναπαύω, σουγγίζω
2. Καταπραΰνω πόνο
Αξ.
3. Mτφ., εξαλείφω, διαγράφω
Γούρδ., Μισθ., Τροχ.
:
Σβήσι ντου χιουριός ιμ' απ' ντου ντιαφτιάρι σ'
(Σβήσε το χρεόος μου απ' το τεφτέρι σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σβησμένα ούλα ντά κρίμαδα σ’
(διαγραμμένες όλες οι αμαρτίες σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Με το ζόρ' ντε σβενιένται τα ξέρουμ', τα ντϋσϋνdίζουμ'
(Με το ζόρι δεν σβήνουν αυτά που ξέρουμε, αυτά που σκεφτόμαστε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
4. Χάνομαι, εξαφανίζομαι
Αξ.