ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σβήνω (ρ.) σβήνω [ˈzvino] Αξ. σβήνου [ˈzvino] Μισθ. σβήν-νου [ˈzvinnu] Σίλ. βζήνω [ˈvzino] Σεμέντρ., Φάρασ. βζήνου [ˈvzinu] Μισθ. 'βήνω [ˈvino] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ. 'βούνω [ˈvuno] Τελμ. ζήνω [ˈzino] Αφσάρ., Φάρασ. βρήνου [ˈvrinu] Σίλ. Παρατατ. βζήκα [ˈvzika] Φάρασ. Αόρ. έσβησα [ˈezvisa] Αξ. έβζησα [ˈevzisa] Μισθ., Φάρασ. έβησα [ˈevisa] Αξ., Ουλαγ., Τελμ. Προστ. σβήσι [ˈzvisi] Μισθ. ζήσε [ˈzise] Φάρασ. Παθ. σβήνουμαι [ˈzvinume] Αξ. βζήνουμαι [ˈvzvinume] Φάρασ. σβενιέμαι [zveˈɲeme] Τροχ. Μτχ. σβησμένου [zviˈzmenu] Μισθ. βζησμένος [vziˈzmenos] Φάρασ. βζησμένου [vziˈzmenu] Μισθ. 'βημένο [viˈmeno] Αραβαν. 'βηνημένο [viˈnimeno] Ουλαγ. βρησμένος [vriˈzmenos] Σίλ. βρησμένη [vriˈzmeni] Σίλ. Από το μεσν. ρ. σβήνω από το αρχ. σβέννυμι με μεταπλασμό με βάση το αόρ. ἔσβην, γ' πληθ. ἔσβησαν. Το βζήνω με αντιμετάθ. [vz - zv]. Το βήνω με αποβολή του αρκτ. /z/ από συμπροφ. με λέξεις που έληγαν σε και μετατόπιση των ορίων των μορφημάτων.
1. Kάνω κάτι να πάψει να καίει ή να φωτίζει : Κανδηλάφτσης άφτσει και 'βην' 'κλουσιάς τα κανδήλια και τα κεριά (Ο καντηλανάφτης ανάβει και σβήνει τις καντήλες και τα κεριά της εκκλησίας) Γούρδ. -Καράμπ. Ξέβεν το λερό· έσβησεν νισ̑τιά (Βγήκε το νερό· έσβησε την φωτιά) Αξ. -Dawk. Έβησέν ντο (Το έσβησε) Ουλαγ. -Dawk. Ντου τσιριάτς’ σβήσι δου να τσοιμιχούμ' (Το λυχνάρι σβησ' το να κοιμηθούμε) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα γ̑μέρα σβέται τ' νισ̑τιά τ'νε (Μια μέρα σβήνει η φωτιά τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντο τσιρέκ' βηνημένο έν' (Η λάμπα είναι σβησμένη) Ουλαγ. -Κεσ. Ρέ σε τση βρίσου τση νισ̑ά, σέλου τζη (Δεν θα τη σβήσω την φωτιά, την θέλω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Παροιμ. Εν' ανdί βζησμένον τζ̑ιλίδι· τσ̑ας τα πιεν', γκάφτεσαι (Είναι σαν σβησμένο κάρβουνο· μόλις το πιάσεις, καίγεσαι˙ Για ύπουλο άνθρωπο, που μόλις τον προσεγγίσεις, σου κάνει κακό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αναπαύω, σουγγίζω
2. Καταπραΰνω πόνο Αξ.
3. Mτφ., εξαλείφω, διαγράφω Γούρδ., Μισθ., Τροχ. : Σβήσι ντου χιουριός ιμ' απ' ντου ντιαφτιάρι σ' (Σβήσε το χρεόος μου απ' το τεφτέρι σου) Μισθ. -Κοτσαν. Σβησμένα ούλα ντά κρίμαδα σ’ (διαγραμμένες όλες οι αμαρτίες σου) Μισθ. -Κοτσαν. Με το ζόρ' ντε σβενιένται τα ξέρουμ', τα ντϋσϋνdίζουμ' (Με το ζόρι δεν σβήνουν αυτά που ξέρουμε, αυτά που σκεφτόμαστε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554
4. Χάνομαι, εξαφανίζομαι Αξ.