σβήσιμο
(ουσ. ουδ.)
σβήσιμου
[ˈzvisimu]
Μισθ.
βσήσιμου
[ˈvzisimu]
Μισθ.
βήσιμο
[ˈvisimo]
Γούρδ.
βήνημα
[ˈvinima]
Ουλαγ.
Από το νεότ. ουσ. σβήσιμον το οπ. από το μσν. ρ. σβήνω και παραγώγ. επίθμ. -σιμο.
Συνών.
άφτημα