ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σβήσιμο (ουσ. ουδ.) σβήσιμου [ˈzvisimu] Μισθ. βσήσιμου [ˈvzisimu] Μισθ. βήσιμο [ˈvisimo] Γούρδ. βύνημα [ˈvinima] Ουλαγ. Από το νεότ. ουσ. σβήσιμον το οπ. από το μσν. ρ. σβήνω και παραγώγ. επίθμ. -σιμο.
Σβήσιμο ό.π.τ. : Τσιρεκιού ντο βύνημα τί 'ναι; (τι είναι να σβήνεις το λυχνάρι;) Ουλαγ. -Κεσ.