σαχπαζλίχι
(ουσ. ουδ.)
σ̑αχπαζλίχ̇ι
[ʃaxpazˈlixi]
Αφσάρ.
σ̑αχπαζλι-έχ̇ι
[ʃaxpazliˈexi]
Φάρασ.
Από το επίθ. σαχπάζας και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι.
Βιασύνη, γρηγοράδα
Συνών.
ταβράνισμα
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025