σαχ
(ουσ. ουδ.)
σ̑αχ
[ʃax]
Ουλαγ.
Νεότ. ουσ. σάχ (και σάχης) (πβ. Ἱστ. πολιτ. 72 «Ἐν ὀλίγῳ δὲ στρατεύει κατὰ τῆς Περσίας τοῦ Σὰχ Ἰσμαήλ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şah (< περσ.) = ηγέτης. Πβ. και μεσν. ουσ. σιέχης (Λεξ. Κριαρά).
Άρχοντας
Ουλαγ.
:
Ισύ πλαjού ντο κιφάλ' έν-νες ένα σ̑αχ
(Εσύ εδώ στη βουνοκορφή έγινες ένας άρχοντας)
Ουλαγ.
-Κεσ.