ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαχ (ουσ. ουδ.) σ̑αχ [ʃax] Ουλαγ. Νεότ. ουσ. σάχ (και σάχης) (πβ. Ἱστ. πολιτ. 72 «Ἐν ὀλίγῳ δὲ στρατεύει κατὰ τῆς Περσίας τοῦ Σὰχ Ἰσμαήλ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şah (< περσ.) = ηγέτης. Πβ. και μεσν. ουσ. σιέχης (Λεξ. Κριαρά).
Άρχοντας Ουλαγ. : Ισύ πλαjού ντο κιφάλ' έν-νες ένα σ̑αχ (Εσύ εδώ στη βουνοκορφή έγινες ένας άρχοντας) Ουλαγ. -Κεσ.