σαφσαλατίζω
(ρ.)
σαφσαλατίζω
[safsalaˈtizo]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. savsaklamak = παραμελώ, αναβάλλω, όπου και διαλεκτ. τύπ. savsallamak.
Ασχολούμαι με κάτι άσκοπα
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025