ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάτσι (ουσ. ουδ.) σάτσ̑ι [ˈsatʃi] Αφσάρ., Φάρασ. σάτσ̑' [satʃ] Αξ. σάτζ̑ι [ˈsadʒi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sac = α) λαμαρίνα β) λεπτό σιδερένιο πιάτο για ψήσιμο (< παλαιότ. τουρκ. sāç = δίσκος).
Μεγάλος μεταλλικός δίσκος για ψήσιμο ό.π.τ.