σάτσι
(ουσ. ουδ.)
σάτσ̑ι
[ˈsatʃi]
Αφσάρ., Φάρασ.
σάτσ̑'
[satʃ]
Αξ.
σάdζ̑ι
[ˈsadʒi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sac = α) λαμαρίνα β) λεπτό σιδερένιο πιάτο για ψήσιμο (< παλαιότ. τουρκ. sāç = δίσκος).
Μεγάλος μεταλλικός δίσκος για ψήσιμο
ό.π.τ.