ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαστίζω (ρ.) σαστίζω [sa'stizo] Σινασσ. σ̑αστίζω [ʃa'stizo] Αξ., Μαλακ. σ̑αστίζου [ʃa'stizu] Μισθ. σ̑ασ̑τιέζω [ʃaʃti'ezo] Φάρασ. σ̑ασ̑τιέγω [ʃaʃtiˈeɣo] Φάρασ. σασ̑τιέου [saʃtiˈeu] Φάρασ. σ̑ασ̑τώ [ʃa'ʃto] Μισθ., Σίλ., Φλογ. σ̑αστού [ʃa'stu] Ουλαγ. Αόρ. σ̑άστισα ['ʃastisa] Μισθ. σ̑άσ̑τσ̑ησα [ˈʃaʃtʃisa] Σίλ. εσ̑άισα [eˈʃaisa] Τελμ. σ̑άισα ['ʃaisa] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. σ̑άγισα ['ʃaʝisa] Μαλακ., Σίλ. σ̑ασ̑τιέσα [ʃa'ʃti'esa] Φάρασ. σ̑εσ̑τιέσα [ʃeʃtiˈesa] Τσουχούρ., Φάρασ. σ̑ασ̑τίασα [ʃaˈʃtiasa] Αφσάρ. Νεότ. ρ. σαστίζω (Mackridge 2021: 50), το οπ. από το τουρκ. ρ. şaşmak = μένω έκπληκτος.
Σαστίζω, μένω έκπληκτος ό.π.τ. : Οπ' ντογρούσσα τσ̑η στράτα μη σ̑ασ̑ήης (μη σαστίσεις με τον δρόμο που οδηγεί ευθεία) Σίλ. -Dawk. qουγιουμτζ̑ής ποτινgιάν τζ̑η σωρεί σ̑ασ̑τά (ο χρυσοχόος μόλις τη βλέπει τα χάνει) Σίλ. -Dawk. Αβόπουρμα πόταν είρασι μήλου τσ̑ουρουτζ̑ιμένου, σ̑άσ̑τσ̑ησασ̑ι (το πρωί όταν είδαν το μήλο σάπιο, έμειναν έκπληκτοι) Σίλ. -Dawk. Πάλι ο τσ̑ιράχος σ̑ασ̑τιέσε (πάλι ο υπηρέτης σάστισε) Φάρασ. -Dawk. Σ̑ασ̑τιέ ο βασιλός (έμεινε έκπληκτος ο βασιλιάς) Φάρασ. -Dawk. Σ̑άισα και 'πόμνα (σάστισα και έμεινα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χερίφος σ̑άισε και 'πόμνε απ' ένα μέρος κι ασ' τ' άλλο το μέρος άρχεψε να φοβάται (ο άντρας σάστισε κι έμεινε από τη μιά κι από την άλλη άρχισε να φοβάται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άνοιξε ντα μάτια τ', σ̑άισε (άνοιξε τα μάτια του, σάστισε) Ουλαγ. -Κεσ. Ντα παλταdζία σ̑άισαν (οι ξυλοκόποι σάστισαν) Ουλαγ. -Κεσ. Ο παππούκας σας πάλι 'σ' τον φόβο του σ̑εσ̑τιέσεν πα ποίτσ̑ει (και ο παππούς σας από τον φόβο του ήταν σε αμηχανία για το τι να κάνει) Φάρασ. -Αναστασ. Μόλις ντου ράντσ̑α σ̑άστισα (μόλις τον είδα, τα έχασα) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̑άισεν, ό,τ͑ι να χ̑πει, ό,τ͑ι να μποίκ', γένεν αν το μερμέρ' (σάστισε, τι να πει, τι να κάνει, έγινε σαν το μάρμαρο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σασ̑τιέσιν ο νομάτ’ (Σάστισε ο άνθρωπος) Τσουχούρ. -VLACH