ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάσι (επίθ.) σ̑άσ̑ι [ˈʃaʃi] Σίλ., Φάρασ. σ̑ασ̑ [ʃaˈʃ] Μαλακ. σ̑ασ̑ι̂́κ [ʃaˈʃɯk] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. şaşı =αλλήθωρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. şaş, , όπου και διαλεκτ. τύπ. şaş = α) αλλοίθωρος β) ανόητος και şaşık (THADS, λ. şaş ΙΙ, şaşık).
Αλλήθωρος ό.π.τ.