σάσι
(επίθ.)
σ̑άσ̑ι
[ˈʃaʃi]
Σίλ., Φάρασ.
σ̑ασ̑
[ʃaˈʃ]
Μαλακ.
σ̑ασ̑ι̂́κ
[ʃaˈʃɯk]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. şaşı =αλλήθωρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. şaş, , όπου και διαλεκτ. τύπ. şaş = α) αλλοίθωρος β) ανόητος και şaşık (THADS, λ. şaş ΙΙ, şaşık).
Αλλήθωρος
ό.π.τ.