σάσι
(επίθ.)
σ̑άσ̑ι
[ˈʃaʃi]
Σίλ., Φάρασ.
σ̑άσ̑'
[ʃaˈʃ]
Μαλακ.
σ̑ασ̑ι̂́κ
[ʃaˈʃɯk]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. şaşı =αλλήθωρος = α) αλλοίθωρος β) ανόητος και şaşık, όπου και διαλεκτ. τύπ. şaş.
Αλλήθωρος
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025