σαρσάχος
(ουσ. αρσ.)
σαρσάχος
[sarˈsaxos]
Σινασσ.
σαρσάχ
[sarˈsax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. sarsak, όπου και διαλεκτ. τύπ. sarsah = α) καταβεβλημένος λόγω γήρατος ή ασθένειας β) ασταθής.
1. Για άνθρωπο, καταβεβλημένος
2. Για αντικείμενο, χαλασμένος, σαράβαλο
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025