ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρσάχος (ουσ. αρσ.) σαρσάχος [sarˈsaxos] Σινασσ. σαρσάχ [sarˈsax] Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. sarsak, όπου και διαλεκτ. τύπ. sarsah = α) καταβεβλημένος λόγω γήρατος ή ασθένειας β) ασταθής.
1. Για άνθρωπο, καταβεβλημένος
2. Για αντικείμενο, χαλασμένος, σαράβαλο
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025