σαρμασούχι
(ουσ. ουδ.)
σαρμασ̑ούχ̇ι
[sarmaˈʃuxi]
Από το τουρκ. ουσ. sarmaşık= κισσός, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. sarmaşuk.
Φασουλήθρα, είδος αναρριχώμενου φυτού