σαρουλντίζω
(ρ.)
σαρουλντίζου
[sarul'dizu]
Μισθ.
Αόρ.
σαρούλντσα
[saˈruldsa]
Μισθ.
σαράλ'σα
[saˈralsa]
Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ρ. sarılmak = αγκαλιάζω.
Κρεμιέμαι στην αγκαλιά κάποιου
ό.π.τ.
:
Σαρούλντσιν σου γουργούρi μ'
(κρεμάστηκε στην αγκαλιά του λαιμού μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.