ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρουλντίζω (ρ.) σαρουλντίζου [sarul'dizu] Μισθ. Αόρ. σαρούλντσα [saˈruldsa] Μισθ. σαράλ’σα [saˈralsa] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ρ. sarılmak = αγκαλιάζω.
Κρεμιέμαι στην αγκαλιά κάποιου ό.π.τ. : Σαρούλντσιν σου γουργούρi μ' (κρεμάστηκε στην αγκαλιά του λαιμού μου) Μισθ. -Κοτσαν.