σαρχολαντίζω
(ρ.)
σαρχολαντίζου
[sarxola'dizu]
Μισθ.
σερχοσλανdού
[serxoslanˈdu]
Ουλαγ.
σερχοσ̑λάν’σε
[serxoˈʃlanse]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. sarhoşladı του τουρκ. ρ. sarhoşlamak = αρχίζω να μεθώ. Για τους τύπ. σερχο- πβ. και σερχός, τύπ. του σαρχός.
Μεθώ
Μισθ.
:
Έπηρε ένα πάχρι κρασ̑ί, και πήγεν βαλιού τόπον, κονωσέν ντο και το βάλ’, έπιε, σερχοσ̑λάν’σε
(πήρε ένα πιθάρι κρασί και πήγε στον τόπο του βαλή, το άδειασε και του έβαλε, ήπιε, μέθυσε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Απ΄ τελεμερειός πγίν΄ τσι σαρχολαντίζ' σου τοκάν
(από το πρωί πίνει και μεθάει στο καφενείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μεθύζω