σαρντίζω
(ρ.)
σαρντι̂́ζω
[sarˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
σαρντώ
[sarˈdo]
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
σαρντού
[sarˈdu]
Ουλαγ.
σαρτώ
[sarˈto]
Φλογ.
Παρατατ.
σάρντινα
[ˈsardina]
Ουλαγ.
σάρντανα
[ˈsardana]
Τροχ., Φλογ.
Αόρ.
σάρσε
[ˈsarse]
Αραβαν.
Υποτ.
σαρντι̂́σω
[sarˈdɯso]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ρ. sarmak (αόρ. sardı) = τυλίγω.
Τυλίγω
ό.π.τ.
:
Χώρ'σε ένα ναίκα· εκείνο σάρντεινε ράμμα. Ντο παιγί έπε κι "Ιτό το ράμμα ατί το σαρντάς;"
(Είδε μιά γυναίκα· εκείνη κουβάριαζε νήμα. Το αγόρι είπε «Αυτό το νήμα γιατί το κουβαριάζεις;")
Ουλαγ.
-Dawk.
Σάρσε ένα τζ̑ιγάρα
(Τύλιξε ένα τσιγάρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Με τσ̑ι να σαρντι̂́σουμ' το να έρτσ̑ει το φσ̑άχ';
(Με τι θα το τυλίξουμε το παιδί που θα γεννηθεί;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Nυφ' σάρτανεν ένα πένεσε σο χαρτί μέσα κι' ας θύρας τ' αραλι̂́χ δίνισ̑κεν το απέσωρτα
(H νύφη τύλιγε ένα μπιχλιμπίδι μέσα στο χαρτί, και από τη χαραμάδα της πόρτας το έδινε προς τα μέσα.)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το σάρνταναμ' το τόπ'
(Το τυλίγαμε το τόπι του υφάσματος)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Να το σαρντίσουμ' να το ποίκουμ' κουβάρ' και ύστερα να πλέξουμ' ποδόρτια μι τα τσιβιά
(Να το τυλίξουμε (ενν. το νήμα), να το κάνουμε κουβάρι και ύστερα να πλέξουμε κάλτσες με τις βελόνες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812