σαρνίτσι
(ουσ. ουδ.)
σαρνίτσι
[sarˈnits]
Σινασσ.
Πληθ.
σαρνι̂́τσα
[saˈrnɯtsa]
Αξ.
σαρνΰτσ̑α
[sar΄nytʃa ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sarnıç = στέρνα, δεξαμενή
Στέρνα, δεξαμενή
ό.π.τ.
:
Το σαρνίτσι μας έν’ δέκα γουλάτσ̑α
(Η δεξαμενή μας είναι δέκα οργυιές)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Κόμbος νερό δεν ’πόμ’νισκεν σο σαρνίτσ’
(Σταγόνα νερό δεν έμεινε στην στέρνα)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
|| Φρ.
Σαρνιτζού πότα
(Τρύπα της δεξαμενής˙ ειρων., κοντή γυναίκα)
-ΚΜΣ-ΚΠ333