ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρνίτσι (ουσ. ουδ.) σαρνίτσι [sarˈnits] Σινασσ. Πληθ. σαρνι̂́τσα [saˈrnɯtsa] Αξ. σαρνΰτσ̑α [sar΄nytʃa ] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. sarnıç = στέρνα, δεξαμενή
Στέρνα, δεξαμενή ό.π.τ. : Το σαρνίτσι μας έν’ δέκα γουλάτσ̑α (Η δεξαμενή μας είναι δέκα οργυιές) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Κόμbος νερό δεν ’πόμ’νισκεν σο σαρνίτσ’ (Σταγόνα νερό δεν έμεινε στην στέρνα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 || Φρ. Σαρνιτζού πότα (Τρύπα της δεξαμενής˙ ειρων., κοντή γυναίκα) -ΚΜΣ-ΚΠ333