σαράφης
(ουσ. αρσ.)
σαράφης
[saˈrafis]
Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
σαράφος
[saˈrafos]
Φλογ.
σαράφ'
[saˈraf]
Δίλ.
Γεν.
σαραφιού
[saraˈfçu]
Φλογ.
Αιτ.
σαράφο
[saˈrafo]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. σαράφης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sarraf = αργυραμοιβός.
Αργυραμοιβός
ό.π.τ.
:
Έναν γκαιρό 'ς τομ bόλ κειότονε ένα σαράφης
(μιά φορά και έναν καιρό στην πόλη ήταν ένας αργυραμοιβός)
Φλογ.
-Dawk.
Ύστερα σαράφος πάλι πήγεν σο τουκάνι τ
(ύστερα ο αργυραμοιβός πήγες ξανά στο σπίτι του)
Φλογ.
-Dawk.
Πόμεν σαραφιού ναίκα σο σαράφο κοντά
(η σύζυγος του αργυραμοιβού έμεινε κοντά στον αργυραμοιβό)
Φλογ.
-Dawk.
Δικό μ’ άντρας σο παλούκ παζ̑άρ σαράφης ήταν
(ο δικός μου άντρας στην ψαραγορά ήταν αργυραμοιβός)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.