ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαράφης (ουσ. αρσ.) σαράφης [saˈrafis] Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. σαράφος [saˈrafos] Φλογ. σαράφ' [saˈraf] Δίλ. Γεν. σαραφιού [saraˈfçu] Φλογ. Αιτ. σαράφο [saˈrafo] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. σαράφης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sarraf = αργυραμοιβός.
Αργυραμοιβός ό.π.τ. : Έναν γκαιρό 'ς τομ bόλ κειότονε ένα σαράφης (μιά φορά και έναν καιρό στην πόλη ήταν ένας αργυραμοιβός) Φλογ. -Dawk. Ύστερα σαράφος πάλι πήγεν σο τουκάνι τ (ύστερα ο αργυραμοιβός πήγες ξανά στο σπίτι του) Φλογ. -Dawk. Πόμεν σαραφιού ναίκα σο σαράφο κοντά (η σύζυγος του αργυραμοιβού έμεινε κοντά στον αργυραμοιβό) Φλογ. -Dawk. Δικό μ’ άντρας σο παλούκ παζ̑άρ σαράφης ήταν (ο δικός μου άντρας στην ψαραγορά ήταν αργυραμοιβός) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.