σαράτσης
(ουσ. αρσ.)
σαράτσης
[saˈratsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. saraç = κατασκευαστής ή πωλητής σαμαριών.
Κατασκευαστής σαμαριών, σαγματοποιός