σαράντισμα
(ουσ. ουδ.)
σεράνdζ̑ισμα
[seˈrandʒizma]
Αραβαν.
σεράνdημα
[seˈrandima]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. σαράντισμα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. σαρανταμέρισμα), το οπ. από το ρ. σαραντίζω, όπου και τύπ. σεραντζίζω και το παραγωγ. επίθμ. -iμα.
1. Για λεχώνα, η παρέλευση του διαστήματος 40 ημερών μετά τον τοκετό
ό.π.τ.
2. Ως λαΪκή πρόληψη, το πλύσιμο ενός σκεύους 40 φορές για να καθαρισθεί από τη μόλυνση
Αραβαν.