ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαράντισμα (ουσ. ουδ.) σεράνdζ̑ισμα [seˈrandʒizma] Αραβαν. σεράνdημα [seˈrandima] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. σαράντισμα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. σαρανταμέρισμα), το οπ. από το ρ. σαραντίζω, όπου και τύπ. σεραντζίζω και το παραγωγ. επίθμ. -iμα.
1. Για λεχώνα, η παρέλευση του διαστήματος 40 ημερών μετά τον τοκετό ό.π.τ.
2. Ως λαΪκή πρόληψη, το πλύσιμο ενός σκεύους 40 φορές για να καθαρισθεί από τη μόλυνση Αραβαν.