σαραντώματα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
σαρανdώματα
[saranʹdomata]
Φλογ.
σερανdώματα
[seranˈdomata]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
σερανdούματα
[seranˈdumata]
Μισθ.
Από το ρ. σαραντώνω, όπου και τύπ. σερανdώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Στον πληθ., η γιορτή της Αναλήψεως
ό.π.τ.
:
Σα σαρανdώματα σωροβούντανε νεκκλησ̑άς το χαυλού ούλα τα κορίτσ̑α και τα νυφάδες
(Της Αναλήψεως μαζεύονταν στην αυλή της εκκλησίας όλες οι κοπέλες και οι παντρεμένες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812