σαρανταπούλα
(ουσ. θηλ.)
σαρανdαπούλα
[sarandaˈpula]
Σίλ.
Από το αριθμτ. σαράντα, και το β΄ συνθ. -πουλα.
Σαρανταποδαρούσα
Συνών.
κιρκαγιάχος, πολυπόδι