ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρανταρίκι (ουσ. ουδ.) σερανταρίκι [serandaˈrici] Ανακ., Σινασσ. σερανταρίκ' [serandaˈrik] Μαλακ. σαρανdαρλίκ' [sarandarˈlik] Φλογ. σερανταρίτσ' [serandarˈits] Μισθ. Από το επίθ. σαραντάρης και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι ή -λίκι.
Μνημόσυνο σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο ό.π.τ.
Συνών. σαραντούρι