σαρανταρίκι
(ουσ. ουδ.)
σερανταρίκι
[serandaˈrici]
Ανακ., Σινασσ.
σαρανdαρλίκ'
[sarandarˈlik]
Φλογ.
σερανταρίτσ'
[serandarˈits]
Μισθ.
Από το επίθ. σαραντάρης και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι ή -λίκι.
Μνημόσυνο σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο
ό.π.τ.
Συνών.
σαραντούρι