σαρακοστιανός
(επίθ.)
Ουδ.
σαρακοστιανό
[sarakosˈtçano]
Γούρδ.
σαρακοσ̑ανό
[sarakοʃaˈno]
Σίλ.
σαρακοστινό
[sarakoˈstino]
Μαλακ.
Από το ουσ. σαρακοστή, όπου και τύπ. σαρακοσ̑ή, και το παραγωγ. επίθμ. -ιανός. Ο τύπ. σαρακοστινός με παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Ως ουσ., το νηστίσιμο φαγητό
ό.π.τ.