σάπτημα
(ουσ. ουδ.)
σάπτημα
[ˈsaptima]
Μαλακ.
Από το ρ. σαπτίζω, όπου και τύπ. σαπτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αλλαγή κατεύθυνσης, λοξοδρόμηση