σαπουνίστρα
(ουσ. θηλ.)
σαπωνίστρα
[sapoˈnistra]
Φλογ.
Aπό το ουσ. σαπούνι, όπου και τύπ. σαπώνι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Μείγμα νερού και σαπουνιού ως λιπαντικό για τον ξύλινο άξονα άμαξας
Φλογ.