σαπλαντώ
(ρ.)
σαπλαdώ
[saplaˈdo]
Σίλ.
σαπαλαdίζω
[sapalaˈdizo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. şaplamak = κάνω ήχο με τα χείλη ή τα χέρια.