ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπάντρα (ουσ.) σαπάνα [saˈpana] Φάρασ. σαπάντρα [saˈpandra] Ανακ., Μισθ., Τροχ. σαπάνdι̂ρα [saˈpandɯra] Φλογ. σαπόνdι̂ρα [saˈpondɯra] Μαλακ., Φλογ. σάπρανdα [ˈsapranda] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. sapan, όπου και διαλεκτ. τύπ. sapand = σφεντόνα, και το επίθμ. -τρα αναλογικώς προς άλλα ουσ. δηλωτικά εργαλείων.
Σφενδόνα ό.π.τ.