ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαπάντρα (ουσ. θηλ.) σαπάνα [saˈpana] Φάρασ. σαπάνdρα [saˈpandra] Ανακ., Μισθ., Τροχ. σαπάνdι̂ρα [saˈpandɯra] Φλογ. σαπάdιρα [saˈpadira] Αξ., Τροχ. σαπόνdι̂ρα [saˈpondɯra] Μαλακ., Φλογ. σαπόνdερη [saˈponderi] Αξ. σάπρανdα [ˈsapranda] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. sapan, όπου και διαλεκτ. τύπ. sapand = σφεντόνα, και το επίθμ. -τρα αναλογικώς προς άλλα ουσ. δηλωτικά εργαλείων.
Σφενδόνα ό.π.τ. : Παίρισ̑καν τα σαπόνdερες, χέκισ̑καν τα χτέρια μέσα στις σαπόνdερες, σαλάdιζαν το, σάλντειναν τους τα ασ’ τὄνα το ταράφ’ στ’ άλλο το ταράφ’ (Έπαιρναν τις σφενδόνες, τοποθετούσαν τις πέτρες στις σφενδόνες, την κουνούσαν (περιστροφικά την σφενδόνα), τις έρριχναν (τις πέτρες) η μία ομάδα στην άλλη) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556
Τροποποιήθηκε: 08/10/2025