σαπάντρα
(ουσ.)
σαπάνα
[saˈpana]
Φάρασ.
σαπάντρα
[saˈpandra]
Ανακ., Μισθ., Τροχ.
σαπάνdι̂ρα
[saˈpandɯra]
Φλογ.
σαπόνdι̂ρα
[saˈpondɯra]
Μαλακ., Φλογ.
σάπρανdα
[ˈsapranda]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sapan, όπου και διαλεκτ. τύπ. sapand = σφεντόνα, και το επίθμ. -τρα αναλογικώς προς άλλα ουσ. δηλωτικά εργαλείων.
Σφενδόνα
ό.π.τ.