ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαντράτσι (I) (ουσ. ουδ.) σαdράτσ̑ι [saˈdratʃi] Τροχ. σαdράτσ' [saˈdrats] Μισθ. σουdράχ' [suˈdrax] Μισθ. σουλτουράτσι [sultuˈratsi] Δίλ. Από το νεότ. ουσ. σαντράκι (Λεξ. Σομ., λ. curanetta), το οπ. από το ουσ. σατίρ και το υποκορ. επίθμ. -άκι. Καταγράφονται ΝΕ διαλεκτ. τύπ. σατράκι, σαντράκι πολλαχ. Πβ. σατίρι
Εργαλείο για το κόψιμο των νυχιών των ζώων κατά το πετάλωμα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025