σαντράτσι
(ουσ. ουδ.)
σαντράτσ̑ι
[saˈdratʃi]
Τροχ.
σαdράτσ'
[saˈdrats]
Μισθ.
σαντιράτσ'
[sandiˈrats]
Τροχ.
σουντράχ'
[sudˈrax]
Μισθ.
σουλτουράτσι
[sultuˈratsi]
Δίλ.
Από το νεότ. ουσ. σαντράκι (Λεξ. Σομ., λ. curanetta), το οπ. από το ουσ. σατίρ και το υποκορ. επίθμ. -άκι. Καταγράφονται ΝΕ διαλεκτ. τύπ. σατράκι, σαντράκι πολλαχ.
Πβ.
σατίρι
1. Εργαλείο για το κόψιμο των νυχιών των ζώων κατά το πετάλωμα
ό.π.τ.
2. Kαρό σχέδιο υφάσματος
Τροχ.
:
Να τα ποίκω όλα σαντράτσ̑’;
(Να τα κάνω όλα καρό, ενν. τα υφάσματα;)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Το σαντιράτσ' και τα τσιγίρια τσιγίρια το σάλ' τα 'φάνισκαμ' για τα μιντέρια, τα μιτίλια, τα στρώσια και τα πισκαβαλάις
(Το καρό και το ριγέ το ύφασμα τα υφαίναμε για τα καλύμματα, τα παπλώματα, τα στρωσίδια και τα μαξιλάρια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.