σαντράτσι (I)
(ουσ. ουδ.)
σαdράτσ̑ι
[saˈdratʃi]
Τροχ.
σαdράτσ'
[saˈdrats]
Μισθ.
σουdράχ'
[suˈdrax]
Μισθ.
σουλτουράτσι
[sultuˈratsi]
Δίλ.
Από το νεότ. ουσ. σαντράκι (Λεξ. Σομ., λ. curanetta), το οπ. από το ουσ. σατίρ και το υποκορ. επίθμ. -άκι. Καταγράφονται ΝΕ διαλεκτ. τύπ. σατράκι, σαντράκι πολλαχ.
Πβ.
σατίρι
Εργαλείο για το κόψιμο των νυχιών των ζώων κατά το πετάλωμα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025