σαούλι
(ουσ.)
σ̑αούλι
[ʃaˈuli]
Φάρασ.
σαούλ'
[saˈul]
Μισθ.
σ̑αβούρ
[ʃaˈvur]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. şakul = νήμα στάθμης, αλφάδι, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. şavul και şağul (THADS, λ. şavul I).
Αλφάδι
ό.π.τ.