σαπαλατώ
(ρ.)
σαπαλατώου
[sapalaˈtou]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. sapalamak = αποφεύγω (THADS, λ. sapalamak).
1. Παρακάμπτω
2. Χασομερώ
Συνών.
αβαραλαντίζω, σουρουκλεντίζω, σουρτουκλεντίζω :2, τεμπελετίζω