αβαραλαντίζω
(ρ.)
αβαραλανdίζω
[avaralanˈdizo]
Φάρασ.
Κατά τον Αναστασιάδη (1980: 100), από τουρκ. ρ. avaralanmak (αόρ. avaralandı) = χασομερώ, και το παραγωγ. επίρρ. -ίζω. Πιθ. από την φρ. avaraya almak = σταματώ να δουλεύω.
Χασομερώ, τεμπελιάζω
Φάρασ.
Συνών.
απομένω, σαπαλατώ, σουρουκλεντίζω, σουρτουκλεντίζω :2, τεμπελετίζω