ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβαραλαντίζω (ρ.) αβαραλανdίζω [avaralanˈdizo] Φάρασ. Κατά τον Αναστασιάδη (1980: 100), από τουρκ. ρ. avaralanmak (αόρ. avaralandı) = χασομερώ, και το παραγωγ. επίρρ. -ίζω. Πιθ. από την φρ. avaraya almak = σταματώ να δουλεύω.
Χασομερώ, τεμπελιάζω Φάρασ. Συνών. απομένω, σαπαλατώ, σουρουκλεντίζω, σουρτουκλεντίζω :2, τεμπελετίζω
Τροποποιήθηκε: 26/02/2025