ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβάκα (ουσ. ουδ.) αβάκα [aˈvaka] Αραβαν. Από το αρχ. ουσ. ἄβαξ = πίνακας, πλάκα. Ο τονισμός στην παραλήγουσα πιθ. αναλογ. προς το ουσ. αβάκιον.
Πλάκα που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές για τις μαθηματικές πράξεις. Πβ. πλάκα :3
Τροποποιήθηκε: 23/10/2024