αβάκα
(ουσ. ουδ.)
αβάκα
[aˈvaka]
Αραβαν.
Από το αρχ. ουσ. ἄβαξ = πίνακας, πλάκα. Ο τονισμός στην παραλήγουσα πιθ. αναλογ. προς το ουσ. αβάκιον.
Πλάκα που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές για τις μαθηματικές πράξεις.
Πβ.
πλάκα :3