αβανισσιώτικος
(επίθ.)
αβανισ̑σ̑ώτικη
[avaniˈʃotici]
Μισθ.
αβανισσιώτικο
[avaniˈsçotiko]
Ανακ.
Από το τοπων. Αβανισσός = Αβανός, και το παραγωγ. επίθμ.-ιώτικος.
Ο προερχόμενος από την Αβανισσό
ό.π.τ.
:
Αβανισσιώτικη στάμνα
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Σαν αβανισσιώτικο γαϊδούρι φυλάγεται
(Προσέχει σαν γαϊδούρι από την Αβανισσό˙ λέγεται για όποιον είναι προσεκτικός στις κινήσεις του, γιατί οι γάιδαροι στην Αβανισσό είναι μαθημένοι να προσέχουν να μη σπάσουν το φορτίο τους)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
αβανισσίτικος