ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβανισσιώτικος (επίθ.) αβανισ̑σ̑ώτικη [avaniˈʃotici] Μισθ. αβανισσιώτικο [avaniˈsçotiko] Ανακ. Από το τοπων. Αβανισσός = Αβανός, και το παραγωγ. επίθμ.-ιώτικος.
Ο προερχόμενος από την Αβανισσό ό.π.τ. : Αβανισσιώτικη στάμνα Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Σαν αβανισσιώτικο γαϊδούρι φυλάγεται (Προσέχει σαν γαϊδούρι από την Αβανισσό˙ λέγεται για όποιον είναι προσεκτικός στις κινήσεις του, γιατί οι γάιδαροι στην Αβανισσό είναι μαθημένοι να προσέχουν να μη σπάσουν το φορτίο τους) Ανακ. -Κωστ.Α. Πβ. αβανισσίτικος