αβαραλίκι
(ουσ. ουδ.)
αβαραλίχ̇ι
[avaraˈlixi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. avarelik = χασομέρι, οκνηρία, όπου και διαλεκτ. τύπ. avaralık, avaralıh.
1. Ανεργία
Αντίθ
δουλειά :2, έργο, κάμνημα, τσαλισμά, τσαλιστιέσιμο
2. Αεργία, έλλειψη απασχόλησης
Αντίθ
γαβράστημα, θώρημα :1