αβγούρι
(ουσ. ουδ.)
’βγκούρι
[ˈvguri]
Φάρασ.
Από το ουσ. αβγό, όπου τύπ. ’βγκό με κλειστοποίηση του [ɣ] > [g], και το παραγωγ. επίθμ. -ούρι.
Το ασπράδι του αβγού.
Συνών.
ασπράδα