άβλι
(ουσ.)
άβλι
[ˈavli]
Αραβαν., Γούρδ.
να̈́βλα̈
[ˈnævlæ]
Μισθ.
άβλος
[ˈavlos]
Αραβαν.
Πιθ. από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avla = στόμα (βλ. THADS, λ. avla II). Μάλλον εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Καραποτόσογλου (2003:188) από το αρχ. επίθ. αὔλειος.