ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άβλι (ουσ.) άβλι [ˈavli] Αραβαν., Γούρδ. να̈́βλα̈ [ˈnævlæ] Μισθ. άβλος [ˈavlos] Αραβαν. Πιθ. από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avla = στόμα (βλ. THADS, λ. avla II). Μάλλον εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Καραποτόσογλου (2003:188) από το αρχ. επίθ. αὔλειος.
Ουρανίσκος, το εσωτερικό του στόματος ό.π.τ. : Τ’ απάνου μ’ να̈́βλα̈ (το πάνω μέρος του στόματός μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. νταμάχι, όλμος